μετέχωμεν

μετέχωμεν
μετέχω
partake of
pres subj act 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγκινδυνεύω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α 1. κινδυνεύω μαζί με κάποιον 2. αγωνίζομαι μαζί με άλλον, πολεμώ μαζί με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • συνανάκρασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συνανακεράννυμαι] 1. ανάμιξη, σύμμιξη («πρὸς τὴν αἰσθητὴν κτίσιν γίνεταί τις τοῡ νοητοῡ συνανάκρασις», Γρηγ. Νύσσ.) 2. η ένωση δύο φύσεων, τής ανθρώπινης και τής θεϊκής, στο πρόσωπο τού Χριστού μσν. 1. σχέση μεταξύ προσώπων 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”